Kardamili — Lefktro Basisdaten Präfektur: Messenien Region … Deutsch Wikipedia
Kardamyli — Lefktro Basisdaten Präfektur: Messenien Region … Deutsch Wikipedia
Lefktro — Gemeinde Lefktro (1997–2010) Δήμος Λεύκτρου (Λεύκτρο) … Deutsch Wikipedia
Lefktron — Lefktro Basisdaten Präfektur: Messenien Region … Deutsch Wikipedia
παραρρινικός — ή, ό και παραρρίνιος, α, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη ρίνα, στη μύτη 2. φρ. «παραρρινικοί κόλποι» ανατ. αεροφόρες κοιλότητες, προσαρτημένες στις ρινικές θαλάμες και οι οποίες βρίσκονται στο εσωτερικό τών οστών που τίς περιβάλλουν, αλλ.… … Dictionary of Greek
ρινοσκλήρωμα — το, Ν ιατρ. χρόνιο λοιμώδες κοκκιωματογόνο νόσημα, οφειλόμενο στον βάκιλλο τού Φρις, που προσβάλλει τις ρινικές θαλάμες και τον ρινοφάρυγγα με τη μορφή οζιδίων και σκληρών διηθητικών εξογκώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinoscleroma… … Dictionary of Greek
ρινοφάρυγγας — ο, Ν ανατ. το τμήμα τού φάρυγγα που βρίσκεται πίσω από τις ρινικές θαλάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinopharynx (< ῥίς, ῥινός + φάρυγξ / γγας)] … Dictionary of Greek
ρουλέτα — η, Ν 1. είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο εκείνος που κερδίζει καθορίζεται από το σταμάτημα μιας μπίλιας σε ένα από τα 37 ή 38 αριθμημένα φατνώματα ενός περιστρεφόμενου, σε κατακόρυφο άξονα, δίσκου, αλλ. ρολίνα 2. φρ. «ρωσική ρουλέτα» α) τολμηρό … Dictionary of Greek
χοάνη — και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν 1. χωνί 2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα τής μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα 2 … Dictionary of Greek
Ελευθερολάκωνες — Ονομασία που αποδόθηκε, κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία με την ονομασία Κοινό Ελευθερολακώνων. Πολλές… … Dictionary of Greek