Θαλάμες

Θαλάμες
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 84 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στη Μάνη, κοντά στα όρια με τον νομό Λακωνίας, 58 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκτρου. Η εκκλησία της Μεταμόρφωσης Σωτήρος στον οικισμό Θαλάμες του νομού Μεσσηνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Kardamili — Lefktro Basisdaten Präfektur: Messenien Region …   Deutsch Wikipedia

  • Kardamyli — Lefktro Basisdaten Präfektur: Messenien Region …   Deutsch Wikipedia

  • Lefktro — Gemeinde Lefktro (1997–2010) Δήμος Λεύκτρου (Λεύκτρο) …   Deutsch Wikipedia

  • Lefktron — Lefktro Basisdaten Präfektur: Messenien Region …   Deutsch Wikipedia

  • παραρρινικός — ή, ό και παραρρίνιος, α, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη ρίνα, στη μύτη 2. φρ. «παραρρινικοί κόλποι» ανατ. αεροφόρες κοιλότητες, προσαρτημένες στις ρινικές θαλάμες και οι οποίες βρίσκονται στο εσωτερικό τών οστών που τίς περιβάλλουν, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρινοσκλήρωμα — το, Ν ιατρ. χρόνιο λοιμώδες κοκκιωματογόνο νόσημα, οφειλόμενο στον βάκιλλο τού Φρις, που προσβάλλει τις ρινικές θαλάμες και τον ρινοφάρυγγα με τη μορφή οζιδίων και σκληρών διηθητικών εξογκώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinoscleroma… …   Dictionary of Greek

  • ρινοφάρυγγας — ο, Ν ανατ. το τμήμα τού φάρυγγα που βρίσκεται πίσω από τις ρινικές θαλάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinopharynx (< ῥίς, ῥινός + φάρυγξ / γγας)] …   Dictionary of Greek

  • ρουλέτα — η, Ν 1. είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο εκείνος που κερδίζει καθορίζεται από το σταμάτημα μιας μπίλιας σε ένα από τα 37 ή 38 αριθμημένα φατνώματα ενός περιστρεφόμενου, σε κατακόρυφο άξονα, δίσκου, αλλ. ρολίνα 2. φρ. «ρωσική ρουλέτα» α) τολμηρό …   Dictionary of Greek

  • χοάνη — και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν 1. χωνί 2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα τής μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα 2 …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερολάκωνες — Ονομασία που αποδόθηκε, κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία με την ονομασία Κοινό Ελευθερολακώνων. Πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”